Η αδιαφορία του κράτους

Απόκομμα της εφημερίδας «Εστία», στο οποίο ο Γιάννης Βλαχογιάννης διατυπώνει το θυμό του για την αδιαφορία που έδειξε το κράτος παρά τις προσπάθειες και τους κόπους του για τη διάσωση των γραπτών μνημείων της εθνικής ιστορίας. Αθήνα, 2/4 Μαΐου 1934

ΓΑΚ-Κεντρική Υπηρεσία, Συλλογή Βλαχογιάννη  



Μεταγραφή:

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ «ΕΣΤΙΑΝ”

ΜΙΑ ΕΚΠΟΙΗΣΙΣ

Εστία, 2/4 Μαΐου 1934

Αγαπητή «Εστία»,

Φαίνεται πώς ο υποφαινόμενος παλαιός συνεργάτης σας, διέπραξα κάποιαν κολοσσιαίαν παραφροσύνην, πράξιν, η οποία διήρκεσεν από τά νεανικά μου χρόνια, έως τά σημερινά γεροντικά μου. Φαίνεται πώς άδικα έχασα τούς κόπους μου, ανόητα προσέφερα τά περισσότερα χρόνια τής ζωής μου μέ τήν ελπίδα νά εμποδίσω, ή, τουλάχιστον, νά περιορίσω τό μεγάλο κακό τής καταστροφής τών γραπτών μνημείων τής εθνικής ιστορίας, τό εμπόριον τών δημοσίων αρχείων ως αχρήστου χάρτου, καί τέλος, να κινήσω τό ενδιαφέρον τής κοινωνίας καί νά παύσουν αι ιστορικαί οικογένειαια νά πετούν τά έγγραφα τών προγόνων των εις τά γειτονικά μπακάλικα. Όταν, φτωχός φοιτητής, ηύρα εις αποθήκην οικοδομικών υλών ολόκληρον τό αρχείον τού Αγώνος, τό οποίον επωλήθη διά δημοπρασίας από τόν οικονομικόν έφορον Αττικής […]

ποτέ δέν επίστευα, ότι θα ήμην καταδικασμένος νά δώσω καί τήν νεότητα καί τήν γεροντικήν μου ηλικίαν εις τό νά περιμαζεύω ό,τι οι άλλοι πουλούσαν, τέλος εις τό νά ακολουθώ από κοντά τήν συστηματικήν καταστροφήν επισήμων καί ανεπισήμων εγγράφων καί ποτέ νά μή τήν προφθάνω εις τόν ακράτητον δρόμον της. Μέ διώρισε, λοιπόν, εις κατάλληλον θέσιν καί ενομοθέτησε δρ. 4 χιλ. τόν χρόνον πρός αγοράν ιστορικών εγγράφων καί χειρογράφων, χάριν τού κράτους. Από τότε ηναγκάσθην νά αγοράζω εξ ιδίων. Έδωσα δρ. 50 χιλ. υπέρ τής συλλογής Ζερλέντη, έδωσα 20 χιλ. υπέρ τής συλλογής Ρήγας Παλαμήδη, κλπ. Έως τώρα, πού ετοιμάζομαι νά φύγω από τήν δημόσιαν υπηρεσίαν, εξώδευσα τήν μικράν περιουσίαν μου, δηλ. 250.000 πρός αγοράν γραπτών εθνικών κειμηλίων, διά τά οποία τό κράτος δεν δίδει χρήματα διά νά τά κάμη ιδικά του.

Εκ παραλλήλου, κατέβαλα άλλους τόσους κόπους κυνηγών τό Ελληνικόν βιβλίον εις κάθε γωνίαν εις κάθε υπόγειον, όπου ευρίσκετο κρυμμένο.

[…]

Καί έτσι, αρματωμένος με παληόχαρτα καί με παληοφυλλάδες, έφθασα εις τήν ηλικίαν τών 66 χρόνων, γυμνός από κάθε υλικόν μέσον νά τυπώσω τάς μελέτας μου, διατηρών ιδιαίτερον πάτωμα χάριν τής βιβλιοθήκης μου καί κυριολεκτικώς μή έχων τί να κάμω τούς ατιμήτους αυτούς θησαυρούς, ενώ τό Κράτος επισήμως υπεσχέθη νά αγοράση τουλάχιστον τά παληόχαρτά μου, καί το ίδιον παρέβη τόν λόγον του.